Σελίδες

15/1/12

ΟΝΕΙΡΟΧΩΡΑ

Αθήνα, 15/02/2010

Οφείλουμε να σας ενημερώσουμε ότι η παρακάτω ιστορία αποτελεί δημιούργημα φαντασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.



Αυτά είναι τα λόγια ενός παραμυθά...




Χθες το πρωί αποφάσισα να βγω μια βόλτα στην Ονειροπόλη. Φόρεσα τις μπότες μου, έβαλα το μανδύα μου, πέρασα στον ώμο το δισάκι μου και υποβασταζόμενος από το ψηλό μου ραβδί, κατηφόρισα προς τη χώρα.


Το μονοπάτι ακολουθούσε το ρυάκι που είχε φουσκώσει από τις τελευταίες βροχές. Στα λιγοστά σπίτια που συναντούσες στο δρόμο σου, με το ζόρι έβλεπες καπνό να βγαίνει από την καμινάδα, μιας και το τσουκάλι των αγροτών, πλέον έμπαινε στη φωτιά μόνο κάθε δύο-τρεις μέρες. Αντίθετα, αυτοί οι ταλαίπωροι τίμιοι άνθρωποι είχαν διπλασιάσει τις ώρες που περνούσαν στους μπαξέδες τους, μπας και κατάφερναν να αυξήσουν λίγο την παραγωγή τους και να προλάβουν να την χαρούν, πριν προλάβει ο φοροεισπράκτορας να κάνει την ημερήσια είσπραξή του.

Μπαίνοντας στο δάσος, κυριαρχούσαν οι ανθρώπινες κραυγές και όχι τα τιτιβίσματα των πουλιών... και δεν ήταν κραυγές κυνηγών ή πολεμιστών... ήταν κραυγές απόγνωσης, εγκατάλειψης και παράνοιας, μιας και οι αρχηγοί της Υπερσυμμαχίας των Αρπακτικών είχαν αποφασίσει ότι η Ονειροχώρα δεν τηρούσε τους κανόνες των Αρπακτικών και δεν απέδιδε τα χρωστούμενα ως όφειλε. Με γοργό βήμα πέρασα μέσα από το δάσος, αποφεύγοντας να έρθω σε επαφή με αυτούς τους ταλαίπωρους, μιας και μου ήταν αδύνατο να τους βοηθήσω. Έτσι κι αλλιώς μπορεί και εγώ σύντομα να βράζω στο ίδιο καζάνι. Βγαίνοντας στην κοιλάδα, το μάτι μου έπεσε σε ομάδες από πιτσιρίκια που έτρεχαν ανέμελα και χαίρονταν τον ήλιο που έδινε ζεστασιά και ελπίδα στην ψυχή τους. Κρατώντας αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, κατευθύνθηκα προς τα τείχη της πόλης που βρισκόταν οχυρωμένη στο λόφο της Οργής.



Φτάνοντας μπροστά στην τάφρο ένιωσα το βαρύ κλίμα της. Πολυκοσμία, φασαρία, γκρίνια, φωνές, αψιμαχίες, βαριεστημένες φρουρές. Μιζέρια και παρακμή κυριαρχούσε παντού. Εξαίρεση αποτελούσαν τα δυτικά πηγάδια της, όπου μαζεύονταν άνθρωποι λογικοί και σκεπτόμενοι. Ταλαιπωρημένοι και σπασμένοι από τις κακουχίες της εποχής, αλλά στα μάτια τους έβλεπες μια καλά κρυμμένη λάμψη ελπίδας, ορατή μόνο στους ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους. Εκεί ήταν το μοναδικό μέρος της πόλης στο οποίο θα μπορούσες να μάθεις αλήθειες και κουτσομπολιά, που οι αφεντάδες με τόση μαεστρία έκρυβαν. Το μόνο που χρειαζόσουν ήταν λογική σκέψη, κοφτερό μάτι και ευαίσθητο αυτί. Το αποτέλεσμα πάντα θα σε εξέπληττε. Σε αυτή τη συνοικία ο καθένας ήταν αυτό που πίστευε και όχι αυτό που δήλωνε στην καθημερινή του ζωή. Πλήρη ισότητα. Εδώ έπαιζε ρόλο ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια, χαρακτηριστικά τα οποία τα κέρδιζες μόνος σου, μέσα από τις πράξεις σου και τις απόψεις σου. Η τιμιότητα ήταν απαράβατος όρος, μόνο και μόνο για να μπορείς να πεις μια καλημέρα. Σε όλα τα άλλα, αφού είχες την αναγνώριση του κοινού, ο λόγος σου ήταν συμβόλαιο.

Στον άξεστο, στον δήθεν, στον φτιαχτό, στον ψεύτικο, στον ρουφιάνο, η περιοχή των Δυτικών Πηγαδιών θωρούσε απρόσιτη, επικίνδυνη, περιθωριακή, γκετοποιημένη. Στον αγνό άνθρωπο ήταν απλά ο τόπος που ένιωθε ελεύθερος, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς πρέπει. Ένας τόπος όπου τα θέλω ήταν πραγματοποιήσιμα. Εδώ η διαίρεση “πόσα πρέπει χωράν σε ένα θέλω”, ήταν απλά μηδέν. Αν το ήθελες, έβρισκες τον τρόπο να το κάνεις.

Πλησιάζοντας, ένιωσα κάποια σκληρά βλέμματα να με καρφώνουν. Κατέβασα αργά την κουκούλα μου και στηριζόμενος στο ραβδί μου έγνεψα τον απλό και σεβάσμιο χαιρετισμό μου προς την υπεύθυνη ομάδα ελέγχου της περιοχής. Ο αντιχαιρετσιμός ήταν ένα ισάξιο σεβάσμιο νεύμα, σχεδόν αόρατο στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, αλλά αρκετά προφανές ώστε να μου εγκρίνει την πρόσβαση στην περιοχή. Τα σκληρά βλέμματα μετατράπηκαν σε χαμόγελο και ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός στην αναζήτησή μου.

Άρχισα την περιπλάνησή μου στα σοκάκια. Ένα απλό αγνό χαμόγελο στα χείλη μου. Στον αέρα κυριαρχούσε ο ψίθυρος για κάποιον ονόματι “Μαύρος Σκύλος”, παλαίμαχος του κάστρου της Ονειροπόλης. Άνθρωπος αγνός, φιλότιμος και φιλικός. Έμπειρος πολεμιστής. Άνθρωπος που είχε δώσει ψυχή και σώμα στο κτίσιμο αυτού του κάστρου. Πλέον πολέμαρχος της φατρίας των “Σκαπανέων” νην πρωτοπαλίκαρο της φατρίας των “Περιστεριών”.

Πρώτος στη μάχη, ηγέτης άξιος και ιδανικός να καταφέρνει το ακατόρθωτο για τα “Περιστέρια”. Οι μάχες τους έχουν γραφτεί στην ιστορία, αλλά οι νέοι του συμπολεμιστές ξέχασαν αυτές τις ένδοξες ημέρες, καθώς οι τροβαδούροι πληρώνονται να τραγουδούν πλέον μόνο για έρωτες και λούσα και όχι για τις ένδοξες τιμημένες εποχές των θρυλικών μαχών.

Τίμημα βαρύ για έναν πολεμιστή να παραμένει στην αφάνεια. Οι φήμες λένε ότι ο νέος βασιλιάς τα βρήκε σκούρα μαζί του. Από την πρώτη στιγμή είδε ότι δεν είχε να κάνει με αυλοκόλακα και έτσι σύντομα τον υποβίβασε σε “Σκαπανέα” από “Περιστέρι”, άσχετα αν τον έχρισε Πολέμαρχο. Δύο διαφορετικοί κόσμοι. Στον έναν, ένδοξες μάχες και τιμές στους νικητές. Στον άλλο κόσμο, μαυρίλα, παρασκήνιο και δουλική υποταγή.

Οι παλιοί συμπολεμιστές, τα αδέρφια του στα όπλα και στη μάχη, έμειναν εμβρόντητα από τη μισαλλοδοξία του βασιλιά. Κανένας δεν είχε το θάρρος να αντιταχθεί στις διαταγές του. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει τα ελάχιστα ψήγματα σιγουριάς που είχε στη διάθεσή του αυτόν τον καιρό. Και ο “Μαύρος Σκύλος” απλά κατέβασε το κεφάλι και το δέχθηκε υπομονετικά ψάχνοντας να βρει τρόπο να ξεφύγει. Οργή και αγανάκτηση κυριαρχούσε στη ζωή του. Μαύρος ο ορίζοντας, μαύρη και η ζωή του. Πιθανή παραίτηση θα σήμαινε τον αφανισμό του. Μάχες επικές μέσα στο μυαλό του. Ευτυχώς άκουσε δυο τρεις παλιούς συμπολεμιστές του από τις εποχές της “Κόλασης του Δράκου” να του λένε... “Νταγιάντα Αδερφέ... Σηκώνει Βοριά σιγά σιγά και η μαυρίλα θα καθαρίσει. Θημίσου τον καταγάλανο ουρανό να ενώνεται με τη θάλασσα. Εκεί είναι το τέλος σου και είσαι πολύ μακριά ακόμα.”

Και δώστου και πάλι από την αρχή!

Και οι φήμες να δίνουν και να παίρνουν από στόμα σε στόμα. Άλλοι να λένε...
   “... μα κοίτα τον πως αναβαθμίστηκε... κοτζάμ Πολέμαρχος τώρα και δεν του αρέσει;” ,
   “... μα τι μαλακία έκανε και κατέληξε με το γκασμά στο χέρι;”,
   “... καλά να πάθει ο καριόλης! Αρκετά μας είχε μπει στη μύτη... Έτσι για να μάθει!”,
   “... ευτυχώς υπάρχει αυτός ο ταλαίπωρος εκεί και επιτέλους κάνουμε καμιά δουλειά!”,
   “... μα καλά ο Βασιλιάς είναι σοβαρός; Έστειλε τον καλύτερό του εκεί και τα διέλυσε τελείως τα “Περιστέρια”;”

Και δώστου και πάλι από την αρχή οι φήμες και ματά πάλι. Και αυτός ο άνθρωπος εκεί βράχος, να παλεύει με φαντάσματα και ερινίες, αλλά από την άλλη να σκίζεται να τα κουμαντάρει όλα. Και το ευχαριστώ... ΚΑΝΕΝΑ! Και άλλη δουλειά, και άλλες φρουρές, και άλλες υποχρεώσεις.

Μάνα και πατέρας έχουν μήνες να τον δουν. Την τελευταία φορά τον γύρισαν πίσω πριν καν περάσει την τάφρο. Γυναίκα στη ζωή του δεν υπάρχει. Δεν μπορεί καμία να αντέξει τη ζωή του, τις υποχρεώσεις του. Και οι παλιοί συμπολεμιστές του του στέλνουν που και που κανά αγγελιαφόρο.

Όλες αυτές οι φήμες μου εξάψαν την περιέργεια... Μα ποιος είναι αυτός ο πολέμαρχος που έχει το ελεύθερο να κυκλοφορεί στα “Δυτικά Πηγάδια”; Άνθρωπος του Βασιλιά και να είναι ευπρόσδεκτος εδώ; Δεν μπορεί... οι Δυτικοπηγαδιότες δεν κάνουν λάθος. Πρέπει να τον γνωρίσω... Θέλω να μάθω την ιστορία του από πρώτο χέρι.


Πλησιάζω τον φρούραρχο του 1ου πηγαδιού και τον ρωτάω:
   - Χαιρετώ καλέ μου Άνθρωπε! Οι φήμες οργιάζουν για τον “Μαύρο Σκύλο” και θέλω να μάθω από πρώτο χέρι την ιστορία του. Μήπως γνωρίζεις αν μπορώ να τον συναντήσω στην περιοχή και πού;
   - Μαζέψου Περιπατητή.... Ο Σκύλος δεν θέλει πολλά αυτόν τον καιρό....
   - Μα ακούω τόσα αυτόν τον καιρό... καλά και κακά και μου κάνει εντύπωση πώς ένας άνθρωπος του Βασιλιά κυκλοφορεί εδώ.
   - Το ξέρεις καλά πως όποιος γίνει δεκτός εδώ, θεωρείται ίσος απέναντι σε όλους, είτε είναι δούλος είτε είναι βασιλιάς.
   - Αδερφέ το είπες μόνος. Είμαστε όλοι ίσοι. Πες μου σε παρακαλώ που θα τον βρω να τον κεράσω μια μπύρα;
   - Σωστά το έθεσες, αλλά σε ξορκίζω... Δείξε σεβασμό σε ό,τι έχει περάσει και μην τον ζορίσεις. Έχει πολλά στο κεφάλι του. Θα τον βρεις στη γωνιά απέναντι από το τζάκι στο καπηλειό “Ο Τάφος του Ινδού”.
   - Να 'σαι καλά αδερφέ! Καλή συνέχεια και μη νοιάζεσαι. Θα είμαι Κύριος.

Και έτσι λοιπών φτάνω στο καπηλειό “Ο Τάφος του Ινδού”. Μπαίνοντας μέσα βλέπω ένα μαγαζί γεμάτο. Οχλαγωγία, πηγαδάκια, συζητήσεις, γέλια, κλάματα, φωνές. Η γκαρσόνα να τρέχει να τους προλάβει όλους ενώ ο κάπελας να ετοιμάζει παραγγελίες και να λέει ιστορίες ή να τραγουδάει.

Ρίχνω μια ματιά γύρω και ναι... τον βλέπω απέναντι από το τζάκι να κάθεται με την πλάτη στον τοίχο, παρέα με ένα μεγάλο κανάτι μπύρα. Η μοναδική κενή θέση... απέναντί του. Τον πλησιάζω...

   - Αδερφέ χαιρετώ!
   - Καλώς τον!
   - Πολύς κόσμος...
   - Μη δίνεις σημασία.
   - Μπορώ...;
   - Περιπατητή πας γυρεύοντας. Έχω τις μαύρες μου και δεν μου αρέσουν οι περίεργοι. Τα νέα εδώ ταξιδεύουν γρήγορα.
   - Να με συμπαθάς αδερφέ... Το μόνο που θέλω είναι να πιω μια μπύρα μαζί σου και να πούμε καμιά πουτσοκουβέντα. Άσε που αυτή τη στιγμή έχεις τη μοναδική κενή θέση.
   - Ας γίνει έτσι λοιπών. Φέρε τις μπύρες, κάτσε και βλέπουμε.
   - Να 'σαι καλά.... Άντε Γεια Μας και στα μακριά πουλιά μας!
   - Γεια Μας! Σε καλύτερες μέρες.

Κάθομαι και τον παρατηρώ. Φαίνεται άνθρωπος απλός, ούτε όμορφος, ούτε άσχημος. Μονίμως ανήσυχος, τσιτωμένος. Το μάτι του παίζει, παρακολουθεί. Το αυτί του δείχνει να παρακολουθεί τα κοντινά τραπέζια. Δείχνει άνετος αλλά κατά βάθος κάτι του τρώει την ψυχή. Στιγμές στιγμές νιώθει αμήχανος. Άλλες στιγμές πετάει την ατάκα του στον κάπελα και γελάει.

   - Περιπατητή... Πώς σου φαίνεται ο κώλος της σερβιτόρας;
   - Δεν είναι για τα γούστα μου.
   - Το πιστεύεις ότι τον έχω ερωτευθεί αυτόν τον κώλο... Κοίτα την ... μανούλα με οχτάχρονο γιο και αυτή είναι μόνο 30. Μπουμπούκι είναι ακόμα. Και από χαμόγελο σκίζει... σε σκλαβώνει!
   - Τι να σε πω... γούστα
   - Αλλά όλα τα λεφτά είναι αυτός ο θεσπέσιος κώλος. Σου φωνάζει να τον λατρέψεις, να τον μαλάξεις, να τον φιλήσεις, να τον πονέσεις, να του κάνεις έρωτα σε κάθε μορφή! Μου έχει γίνει εμμονή.
   - Έτσι όπως τον περιγράφεις μπορώ να πω τουλάχιστον ότι το ζεις, το νιώθεις...
   - Αααχχχ...! Αλλά φίλε μου η λογική μου λέει μακριά από αυτή τη μανούλα. Γιατί πάλι θα κάνεις τον εξομολογητή σε κάθε πικραμένη ζωντοχήρα και μη και στο τέλος θα μείνεις με το καβλί στο χέρι.
   - Μα γιατί το λες αυτό;
   - Είναι λες και έχω το μαγνήτη για τις πικραμένες που θέλουν παρηγοριά. Και να πεις ότι γλύφω κανά κοκαλάκι, να πάει στο διάολο... Μονίμως θα τους λύσω τα νευροφυτικά τους και όταν θα είναι να κάνω το επόμενο βήμα... αρχίδια....μα δεν μπορώ... σε βλέπω σαν φίλο... Το φελέκι μου μέσα... Όλες για την πάρτη τους, για τους άλλους να παν να γαμηθούν. Ειδικά αν δεν είσαι και ομορφάντρας, τότε είναι σίγουρο ότι δεν θα δεις το πουτάκι τους ούτε φωτογραφία από μακριά. Έτσι που λες... μια νορμάλ γυναίκα δεν έχω γνωρίσει. Όλες κάτι κουλό θα βγάλουν.
   - Νταγιάντα... θα βρεθεί η κατάλληλη
   - Αμήν!
   - Μα καλά... πόσα σκατά κουβαλάς στο κεφάλι σου;
   - Πολλά! Να φοβάσαι όταν γεμίσει ο βόθρος και ξεχειλίσει. Τότε να σε δω αν θα κολυμπήσεις. Τώρα δεν είναι τίποτα. Ο χρόνος περνάει και εγώ παραμένω “στάσιμος”, παλεύοντας με τα τέρατά μου. Αυτός ο χρόνος μου φέρθηκε σκληρά, ήταν αμείλικτος και καθόλου ευγενικός. Οι επιθέσεις του αβυσσαλέες και μη αναμενόμενες. Χτυπήματα ύπουλα, κάτω από τη μέση και σε σημεία που πονάνε. Ένιωσα πολλές φορές τη γη να γκρεμίζεται κάτω από τα πόδια μου, να μην έχω από που να πιαστώ. Να σέρνομαι στο βούρκο και να προσπαθώ να παραμείνω στην επιφάνεια των λάκκων με την κινούμενη άμμο. Άλλες φορές κυριαρχούσε απλά μια μακάβρια ησυχία, όπου ο χρόνος δεν κυλούσε ενώ αντίθετα το μυαλό δούλευε με χίλιες στροφές. Ήταν οι στιγμές που περίμενα απλά το χειρότερο σενάριο να έρθει να χτυπήσει την πόρτα μου. Στο ενδιάμεσο όμως παρέμενα και ο φύλακας του κάστρου. Με τον αρχηγό της φατρίας μακριά και χωρίς να ενδιαφέρεται για την τύχη του φέουδού του, εγώ ο ταπεινός φύλακας του κάστρου, χριζόμουν υπαρχηγός από την ομήγυρη και πάλευα για την ευμάρεια του τόπου και την ευτυχία των υπηκόων μου. Ο Βασιλιάς με τους αυλοκόλακες το θεωρούσαν ανούσιο και μάταιο. Αντίθετα η φατριά έπινε νερό στο όνομά μου και ήταν αυτή που μου έδινε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, με κατανόηση, για να πάρω δυνάμεις και να συνεχίσω να βοηθώ τον κόσμο. Ο καιρός περνάει. Η πολιτική του Ενωμένου Βασιλείου αλλάζει και έρχονται στην εξουσία άνθρωποι έξυπνοι, με κατανόηση και που βλέπουν μπροστά από τα προβλήματα. Με καλούν σε ακρόαση και μου ζητούν ευγενικά να αναβάλω το μεγάλο μου ταξίδι και να τους βοηθήσω στην σπορά και την καλλιέργεια της καμμένης γης του Ενωμένου Βασιλείου. Απόφαση δύσκολη και σκληρή. Πλέον δεν επαιτώ...απαιτώ δυνατούς και έμπειρους αγρότες για να βοηθήσουν στο θέλημά τους. Ωστόσο δεν ξέρω τι να περιμένω. Τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου εύκολα. Έχω κουραστεί. Από την άλλη αγαπάω το λαό μου και θέλω το καλύτερο. Αν δεν δώσω τώρα τις βάσεις, οι μελλοντικές φατριές θα χάσουν την ταυτότητά τους. Θα αλλοτριωθούν σε κάτι που ούτε μπορώ να σκεφτώ. Οι παλιές αξίες θα χαθούν ενώ οι νέες θα είναι ανυπόστατες, χωρίς καν ιστορικές και θεωρητικές βάσεις. Το τυράκι στη φάκα είναι νόστιμο και χορταστικό. Από την άλλη πόσοι ποντικοί τρων το τυρί και ξεφεύγουν από τη φάκα; Τα τελευταία χρόνια παλεύω μόνος, για να κρατήσω ιδανικά και αξίες μέσα σε ένα κόσμο σαπίλας. Μέχρι σήμερα δεν μου το έχουν αναγνωρίσει. Μόνο οι παλιοί συμπολεμιστές γνωρίζουν και επαινούν την προσπάθειά μου. Αλλά βρίσκονται σε άλλες φρουρές, όπου ο λόγος τους δεν έχει ισχύ στη δική μου φρουρά. Για πόσο ακόμα θα αντέχω; Ο προφήτης μου μήνυσε ότι έρχονται καλύτερες μέρες. Δεν ξέρω αν έχω το κουράγιο να περιμένω. Οι πληγές μου δεν προλαβαίνουν να γιατρευτούν και ξανανοίγουν. Είμαι μακριά από τους ανθρώπους που με συμμερίζονται. Δεν έχω στήριξη. Τα βράδια ξυπνάω από τους εφιάλτες. Άνθρωποι που πίστευα ότι με νοιάζονται έχουν κόψει επαφές. Άλλοι απλά με θυμούνται όταν τους βολεύει και ψάχνουν για συμπόνια. Εγώ τι πρέπει να κάνω; Τι να περιμένω; Δεν αντέχω άλλη προδοσία... και ειδικά από ανθρώπους για τους οποίους έχω δώσει και την ψυχή μου. Τελικά όταν λες “Αντίο” τότε αυτό πρέπει να είναι τελειωτικό. Σε μία περίπτωση το τήρησα. Σε μία άλλη έδωσα παραπάνω από μία ευκαιρία. Τώρα ας πράξει όπως νομίζει. Εγώ δεν θα ξανασχοληθώ από μόνος μου.Έχω τόσα στο μυαλό μου και άκρη με τον εαυτό μου δεν μπορώ να βγάλω. Στη δουλειά μου είμαι στ' αλήθεια “σκύλος μαύρος”... μη βρεθείς μπροστά μου αν έχω δίκαιο. Στην προσωπική μου ζωή αντίθετα, χαμηλών τόνων και συμμαζεμένος. Κατάλοιπα καταπιεσμένων παιδικών χρόνων με άλλα τόσα προβλήματα. Τελικά ωρίμασα πολύ νωρίς και έχω χάσει τα καλύτερά μου χρόνια χτίζοντας αυτό εδώ το γαμημένο το κάστρο. Και τώρα δεν έχω άλλη διέξοδο. Περιπατητή, αυτά είναι τα σκατά μου, και είμαι σίγουρος ότι έρχονται ακόμα πιο δύσκολες μέρες.
   - Δεν θα πω άλλη κουβέντα! Σ' ευχαριστώ για το άνοιγμα ψυχής. Τελικά όσοι σε ξέρουν είναι τυχεροί άνθρωποι. Δεν θα τους απογοητεύσεις, ακόμα και αν εσύ θα βγεις χαμένος... Χάρηκα και εις το επανειδήν!
   - Καλό δρόμο!

Και έτσι πήρα το δρόμο της επιστροφής, νιώθοντας ευγνώμων που γνώρισα ένα τέτοιο άνθρωπο.


Ο Περιπατητής της Ονειροχώρας


(H παραπάνω ιστορία αποτελεί δημιούργημα φαντασίας. Πρόσωπα, χαρακτήρες και καταστάσεις που εξιστορούνται ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά γεγονότα. Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο χρησιμοποιούνται με απ' ευθείας χρήση του δεσμού προς την ιστοσελίδα εύρεσης.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: